στρογγυλαίνω

στρογγυλαίνω
[стронгилэно] р.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στρογγυλαίνω" в других словарях:

  • στρογγυλαίνω — ΝΜΑ [στρογγύλος] κάνω κάτι στρογγυλό ή σφαιρικό, στρογγυλεύω νεοελλ. (αμτβ.) γίνομαι στρογγυλός …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλαίνω — στρογγύλυνα, κάνω κάτι στρογγυλό ή γίνομαι στρογγυλός: Στρογγύλυνε το φεγγάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρογγυλεύω — στρογγυλαίνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρογγυλεύω — Ν [στρογγυλός] (ως μτβ. και ως αμτβ.) 1. στρογγυλαίνω 2. κάνω ακέραιο έναν αριθμό ή ένα ποσό παραλείποντας τις μονάδες ή τα κλάσματά του …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»